Μια Αποκάλυψη μικρής κλίμακας

Του Θεόφιλου Τραμπούλη. Αναδημοσίευση από το ΤΕΧΝΗΕΝΤΩΣ.

Υπάρχει ένα οριακό είδος ανθρωπομορφισμού που δεν προβάλλει απλώς ανθρώπινες ιδιότητες, συναισθήματα και σκέψεις σε έμψυχα και άψυχα, αλλά, όπως στη μυθολογία, αναγνωρίζει σε ορισμένα ζώα παραδειγματικές εκδοχές της ανθρώπινης κατάστασης. Κι αν βλέπουμε στα πρωτεύοντα, με κάποια υπεροψία και δαρβινική μεταφυσική, τα αρχικά και ατελή σχεδιάσματα της εξελικτικής μας πορείας ή, ας πούμε, με διονυσιακό θαυμασμό στα δελφίνια μια αγνή και αμόλυντη από τον πολιτισμό ενάλια παραλλαγή του homo sapiens, ένα ζώο αποτελεί την κατεξοχήν ενσάρκωση της ζοφερής πλευράς μας, τη μετωνυμία για εκείνο το κομμάτι μέσα μας που δεν εμφανίζεται παρά μόνον φευγαλέα και τρέφεται με ό,τι είναι ρυπαρό. Οι πλησιέστεροι συγγενείς του σκοτεινού ανθρώπου είναι οι κατσαρίδες κι εκεί οφείλεται η αποστροφή για την μολυσματική ευελιξία τους, τις αποικίες τους, τους ύπουλους πληθυσμούς τους που πολλαπλασιάζονται στις πιο ανήλιαγες, υγρές και βρώμικες χαραμάδες: αναδιπλασιάζουν την ντροπή, το φόβο και την έλξη που μας ασκούν ορισμένες επιθυμίες και πάθη μας. Άλλωστε, η κοινή αφήγηση πως θα ζήσουν στους αιώνες, πως αποτελούν το πιο ανθεκτικό και απειλητικά ευπροσάρμοστο ζώο του πλανήτη δεν βασίζεται σε μια εντομολογική βεβαιότητα. Είναι η μαύρη ελπίδα πως παρόλη την καταστροφή και τον όλεθρο το μόνο πλάσμα που θα επιβιώσει και πάλι θα είναι ο άνθρωπος, όχι ως φωτεινός και δοξαστικός κυρίαρχος αλλά στην πιο χαμερπή πλέον και παραδομένη του μορφή. Και μάλιστα από μια καταστροφή και όλεθρο που έχει ο ίδιος ο φωτεινός και δοξαστικός κυρίαρχος προκαλέσει αποζητώντας τη μοίρα του. Είναι ο καταστατικός μύθος του νεωτερικού ανθρώπου, η μεταμόρφωση που περιγράφει ο Κάφκα ως εισόδεια τελετή στη σύγχρονη συνθήκη. Παρεμπιπτόντως, η μεταφραστική δυσκολία που παρουσιάζει ήδη από την πρώτη πρόταση το κείμενο του Κάφκα –σε τι τάχα μεταμορφώθηκε ο Γκρέγκορ Σάμσα; Σε κατσαρίδα, ζωύφιο, μαμούνα ή ουδέτερα έντομο, όπως προτιμά η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου στην τελευταία έξοχη μετάφρασή του κειμένου- προδίδει την αμηχανία μπροστά σε μια καινοφανή μεταφορά που ακόμη δεν είναι γλωσσικά αυτονόητη επειδή δεν έχει ριζώσει εννοιολογικά ως κοινός τόπος. Ας μην παραβλέπουμε πως και το ίδιο το όνομα της κατσαρίδας είναι σχετικά πρόσφατο, παραφθορά της κανθαρίδας, ζωύφιο αρχικά του σταριού που ο πραγματικός και συμβολικός της βιότοπος εξελίχθηκε με τη γέννηση του αστικού τοπίου.

Δεν είναι πάντως η κατσαρίδα το μόνο γκροτέσκο πλάσμα που είμαστε έτοιμοι να του αναγνωρίσουμε την αινιγματική εκπροσώπηση των πιο δυσοίωνων ενορμήσεών μας. Έχω σταθεί μάρτυρας της εξής μικρής κλίμακας βιβλικής παραβολής. Είμαι στρατιώτης και εκτελώ την νυχτερινή υπηρεσία μου σε μια σκοπιά χαμένη μέσα στα δάση, πλάι στην κοίτη του Αξιού. Το φυλάκιο είναι υπερυψωμένο και ασβεστωμένο, ένας ατομικός πυργίσκος τριών μέτρων όλος κι όλος, για να έχει ο σκοπός υποτίθεται εποπτεία του περιβάλλοντος χώρου. Καθώς είμαι φοβισμένος από το σκοτάδι και τους θορύβους του δάσους, παιδί της πόλης, έχω κατέβει από το προστατευτικό κέλυφος και περπατώ γύρω από τον πύργο, προσπαθώντας να διασκεδάσω την αγωνία μου μέχρι να ξημερώσει. Αίφνης ακούω ένα θόρυβο σαν να έπεσε μια σταγόνα βροχής σε ξερά φύλλα. Δεν δίνω σημασία κι ύστερα από λίγο ακούω πάλι τον ίδιο ήχο, αυτή τη φορά με κάποια επανάληψη. Δεν βρέχει όμως κι αρχίζω να ταράσσομαι. Ο θόρυβος γίνεται όλο και πιο συχνός με όλο και περισσότερες επαναλήψεις. Δεν μπορώ να καταλάβω την προέλευσή του, μέχρι που στρέφω το βλέμμα μου πάνω στη σκοπιά: προσελκυμένα από την υγρασία και τον ασβέστη, αναρίθμητα μαύρα σκουλήκια από αυτά που μόλις τα ακουμπήσεις, αναδιπλώνονται, έχουν γεμίσει τους τοίχους του φυλακίου, σκαρφαλώνουν ποιος ξέρει προς ποια κατεύθυνση, έρπουν το ένα πάνω στο άλλο, φτιάχνουν ακατανόητα μορφώματα, και καθώς πολλαπλασιάζονται όλο και περισσότερα χάνουν την ισορροπία τους και πέφτουν στο έδαφος.

Θυμήθηκα την ιστορία αυτή καθώς οι απειλές του Τριανταφυλλόπουλου για μια τάχα αποκάλυψη κατέλαβαν αίφνης μεγάλο μέρος του δημόσιου λόγου και πολλαπλασιάστηκαν κάθε λογής σπερμολογίες και υπονοούμενα. Η δημοσιογραφία αυτή τριάντα χρόνια τώρα δεν είχε μόνον πομπούς ενός σήματος χωρίς αποδέκτες. Είχε κοινό, είχε συνομιλητές και συνενόχους. Που ακόμη και σήμερα πολλοί, από την αριστερά και τη δεξιά, αναδιπλώνονται, όταν τους ακουμπήσεις, σκαρφαλώνουν ποιος ξέρει προς πια κατεύθυνση, έρπουν ο ένας πάνω στον άλλον, φτιάχνουν ακατανόητα μορφώματα. Όχι κάτι ξένο. Ζοφερές εκδοχές της ανθρώπινης συνθήκης που το μόνο που γνωρίζουν είναι πώς να αναδιπλασιάζουν την ντροπή και το φόβο που νιώθουν από τα ίδια τους τα πάθη.

*Η φωτογραφία  είναι έργο του Πάνου Κοκκινιά (“Κατσαρίδα”, 2006)


Related News

Comments are closed

Copyrıght 2014 Pamvotis Press. All RIGHTS RESERVED.