Δεν έχεις στόμα, και πρέπει να ουρλιάξεις…

του Λευτέρη Παπαθανάση

Στο τρίτο επεισόδιο των κινηματογραφικών περιπετειών του υπέροχου Indiana Jones, ο ήρωας έχει την ευκαιρία να συναντήσει μετά από πολλά χρόνια τον πατέρα του. Κάποια στιγμή του παραπονιέται ότι, απορροφημένος πλήρως απ’τη δουλειά του, δεν του έδωσε τη σημασία που σαν πατέρας όφειλε να δείξει στο παιδί του. Ο πατέρας σηκώνει το γάντι και του λέει “για ποιο πράγμα θες να μιλήσουμε?”. Μεσολαβούν μερικά δεύτερα απίστευτης αμηχανίας του Indy, που στο τέλος ψελλίζει “δεν μου’ρχεται τίποτα”. “Ε, τότε τι παραπονιέσαι?”, του λέει ο πατέρας, και συνεχίζει “έλα, έχουμε δουλειά να κάνουμε!”.

Εντάξει, τώρα που λήξαμε το ποια ταινία θα (ξανα)δω απόψε, ας προχωρήσουμε στο παρασύνθημα. Μιας και παραβρέθηκα (χωρίς να συμμετέχω με κανέναν τρόπο) στη συνεδρίαση για τα αποτελέσματα της αυτοαξιολόγησης στο σχολείο μου, δεν μπορούσαν να μην χτυπούν τα αυτιά μου κάποια από τα όσα παρουσιαζόταν εκεί. Δεν θέλω να σχολιάσω γενικά γιατί θα πικραθούμε άσχημα και το’χω βαρεθεί να σου πω την αλήθεια. Θα σου μιλήσω όμως για κάτι που με προβλημάτισε σοβαρά εκεί που δεν το περίμενα. Οι απαντήσεις των μαθητών μας στα “ερωτηματολόγια” ήταν εξαιρετικά επιεικείς απέναντι στο σχολείο. Πρακτικά, αν εξαιρέσεις εκείνους τους μικρούς σαμποτέρ που συνειδητά επέλεξαν την πιο αρνητική απάντηση σε κάθε ερώτημα, για τα υπόλοιπα παιδιά υπάρχει η εικόνα ότι είναι μέχρι και χαρούμενα στο σχολείο. Αυτό από μόνο του είναι μια μαγική εικόνα, μια αντιστροφή της πραγματικότητας έτσι όπως τη ζούμε καθημερινά. Τι συνέβη λοιπόν? Γιατί τα τόσο δυσαρεστημένα παιδιά μας έδωσαν τέτοιες θετικές απαντήσεις?

Στο μυαλό μού ήρθαν τα γκάλοπ. Πολλές φορές, διάφοροι εναλλακτικοί “σχολιαστές” μένουν στο ότι οι μαγικές εικόνες που βλέπουμε στα γκάλοπ είναι αποτέλεσμα του πονηρού τρόπου με τον οποίο τίθενται τα ερωτήματα. Το επιχείρημα αυτό έχει σαν λογική συνέπεια την άποψη ότι αν τα ερωτήματα έμπαιναν με άλλο τρόπο, οι απαντήσεις θα ήταν ουσιωδώς διαφορετικές. Πρόκειται για αυταπάτη. Δεν έχω αμφιβολία ότι με διαφορετική διατύπωση της ερώτησης, οι απαντήσεις θα ήταν κάπως διαφορετικές στο ένα ή το άλλο ασήμαντο σημείο. Όμως ουσιαστικά θα ήταν οι ίδιες.

Η καθημερινότητα των υποτελών καθορίζεται ακριβώς από το γεγονός ότι είναι υποτελείς. Οι εμπειρίες τους δεν είναι ελεύθερες, αλλά υπαγορεύονται από τις ανάγκες και τα πλαίσια του συστήματος. Τι σχέση έχει αυτό με τις αντιλήψεις τους, και αν τελικά το σύστημα τους καταπιέζει τόσο δεν θα έπρεπε να διαμορφώνουν εκείνες τις αντιλήψεις που του εναντιώνονται?

Καθένας από μας, ακόμη κι αν δεν το συνειδητοποιεί, ερμηνεύει και ξανα-ερμηνεύει διαρκώς τις καθημερινές του εμπειρίες. Για να το κάνει αυτό, στις περισσότερες περιπτώσεις, επιλέγει τα εργαλεία που του μοιάζουν πιο βολικά για το σκοπό. Το πλαίσιο επιβάλλει το εργαλείο, με την ίδια λογική που αν κάποιος σε βάλει μπροστά σε μια απότομη βραχώδη πλαγιά, θα προτιμούσες να έχεις μια αξίνα ορειβασίας παρά ένα γρύλο. Καμιά φορά, ειδικά στα ζητήματα της εκπαίδευσης έχουμε την τάση να υπερβάλλουμε στο ρόλο της ιδεολογικής κατήχησης, όμως σύμφωνα με τα όσα σου είπα πιο πάνω, το σύστημα τελικά δεν την έχει και τόσο μεγάλη ανάγκη. Του αρκεί που ορίζει το πλαίσιο, όλα τα υπόλοιπα κυλούν σχεδόν “αυτόματα”.

Έτσι, οι θολές, ασυνάρτητες και αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις ημών των υποτελών έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι δεν έχουμε δική μας συνολική εικόνα για τα πράγματα. Ανιχνεύουμε μόνο εκείνα τα στοιχεία της πραγματικότητας που μας επιτρέπουν τα εργαλεία μας, τα οποία με τη σειρά τους επιβάλλονται από την πραγματικότητα, κάπως σαν τον ουροβόρο όφι. Όσο οι υποτελείς δεν συγκροτούνται σαν σύνολο με τη δική του ταυτότητα, τόσο τους είναι αδύνατο να έχουν τη γενική εικόνα και την αντίστοιχη στάση. Είναι ακριβώς γι’αυτό το λόγο που εκείνες τις στιγμές που κορυφώνεται και γενικεύεται η ταξική πάλη, τότε που οι εργαζόμενοι, από ένα άθροισμα καταπιεσμένων μονάδων αποκτούν τη συνείδηση της τάξης τους, τότε δημιουργούνται ρωγμές στην επιρροή της κυρίαρχης ιδεολογίας και κάθε επιχείρημα των από πάνω μοιάζει σαθρό και γελοίο.

Στις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις που είτε ένας αγώνας αγκαλιάζεται απ’όλους τους εργαζόμενους, είτε γενικεύεται σε ολόκληρη την κοινωνία, ο λόγος των υποτελών γίνεται τόσο ισχυρός, που ακόμη κι ένας άμαθος ή μέτριος ομιλητής μπορεί να ισοπεδώσει τον πιο πονηρό δημοσιογράφο ή τον πιο αδίστακτο υπουργό. Στις εποχές της «ομαλότητας» όμως, ο εκπρόσωπος του δεκαπενταμελούς, που έρχεται στο γραφείο του διευθυντή με μαχητικές διαθέσεις, πάντα φεύγει ηττημένος, ο διευθυντής έχει συνολικότερη εικόνα από κείνον για τα θέματα του σχολείου. Μπορεί για τον μαθητή-ρια όλα αυτά που περνάει εκεί μέσα να είναι ολόκληρη η ζωή του και να σημαίνουν τα πάντα, όμως σε επίπεδο λόγου δεν μπορεί να τα βάλει με το διευθυντή κι αυτό δεν έχει να κάνει ούτε με το δίκιο ούτε με την εξυπνάδα του καθενός. Ο αγριεμένος εργάτης που ζητάει τα χρωστούμενα, θα μοιάζει πάντα κατώτερος του ψύχραιμου εργοδότη που εξηγεί γιατί γι’αυτόν και για κείνον τον λόγο τα οικονομικά της επιχείρησης είναι τέτοια που πάλι καλά που δίνει τα λεφτά που δίνει. Απέναντι στο γιατρό που διαμαρτύρεται για την ερήμωση του νοσοκομείου του, ο υπουργός πάντα θα φέρνει την εικόνα των διεθνών του επαφών, που –δεν συμφωνείτε?- αυτές είναι που ρυθμίζουν τα πράγματα. Στην πραγματικότητα, ούτε ο διευθυντής, ούτε ο εργοδότης, ούτε ο υπουργός έχει τη συνολική εικόνα, και φυσικά σπάνια είναι πιο ξύπνιοι από το μέσο εργαζόμενο, όμως ο λόγος τους ταιριάζει γάντι με τις επιδιώξεις του συστήματος, κι αυτό αυτόματα τον κάνει να μοιάζει πιο συγκροτημένος.

Έτσι πάει. Όταν η Εξουσία ρωτάει, τότε θα πάρει την απάντηση που θέλει. Είτε με το να δώσουμε τις «κατάλληλες» απαντήσεις στα ερωτηματολόγια και τα γκάλοπ, είτε χάνοντας τα λόγια μας, σαν τον Indy μπροστά στον πατέρα του ή στον κύριο υπουργό. «Έλα, έχουμε δουλειά να κάνουμε».

* Ο τίτλος είναι από το διήγημα του Harlan Ellison, “I have no mouth and I must scream”

**Τώρα που το ξανασκέφτομαι, ίσως θα ταίριαζε μια ακόμη παράγραφος για το ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος σαν οργανισμό που κεφαλαιοποιεί και επεξεργάζεται τις όποιες κατακτήσεις στη συνείδηση της τάξης, και στη συνέχεια τις επιστρέφει σ’αυτήν στις στιγμές της νηνεμίας, θυμίζοντάς της τον καλύτερο εαυτό της.
(πριν από μερικά χρόνια δεν υπήρχε περίπτωση να γράψω κείμενο που δεν θα καταλήγει στην αναγκαιότητα του Κόμματος…)

Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις 2 Ιουνίου 2014 στο προσωπικό ιστολόγιο του Λευτέρη Παπαθανάση, Αυθόρμητες Μεταβολές.

http://bit.ly/1hsGFnl

Related News

Comments are closed

Copyrıght 2014 Pamvotis Press. All RIGHTS RESERVED.